φθινοπωρισμός

φθινοπωρισμός
ὁ, Α
(ποιητ. τ.) φθινόπωρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθινόπωρον + κατάλ. -ισμός*, μέσω ενός ρ. *φθινοπωρίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φθινοπωρισμῷ — φθινοπωρισμός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθινοπωρισμῶι — φθινοπωρισμῷ , φθινοπωρισμός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”